- εστιαρχης
- ἑστιάρχηςἑστι-άρχης-ου ὅ гестиарх, хозяин дома (дающий званый обед) Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εστιάρχης — ἑστιάρχης και ἑστίαρχος, ὁ (Α) αυτός που επιστατεί στο συμπόσιο, ο οικοδεσπότης, ο συμποσιάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + αρχης* πρβλ. γεν άρχης] … Dictionary of Greek
ἑστιάρχας — ἑστιάρχᾱς , ἑστιάρχης the master of a feast masc acc pl ἑστιάρχᾱς , ἑστιάρχης the master of a feast masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστιαρχώ — ἑστιαρχῶ, έω (Α) [εστιάρχης] είμαι συμποσιάρχης, οικοδεσπότης, φιλοξενώ, φιλεύω στην οικία μου … Dictionary of Greek